- θεατρολόγος
- ο, ηο ειδικά ασχολούμενος με τη θεατρολογία, με τη μελέτη και την έρευνα τού θεάτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσο-λόγος, φιλό-λογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Αθανάσιο Σ. Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.