θεατρολόγος

θεατρολόγος
ο, η
ο ειδικά ασχολούμενος με τη θεατρολογία, με τη μελέτη και την έρευνα τού θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσο-λόγος, φιλό-λογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Αθανάσιο Σ. Ρουσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεατρολογία — η η μελέτη τού θεάτρου, η ιστορική, γραμματολογική ή αισθητική έρευνα που αναφέρεται στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • θεατρολογικός — ή, ό [θεατρολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεατρολογία ή στον θεατρολόγο …   Dictionary of Greek

  • Γραμματάς, Θεόδωρος — (Μυτιλήνη 1951 –). Φιλόλογος, θεατρολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Γαλλίας. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως επιμελητής στην έδρα της νεοελληνικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”